Στενώματα ουρήθρας, από το Α έως το Ω!
Τα στενώματα της ουρήθρας είναι μια πάθηση αρκετά συχνή. Τα στενώματα αυτά μπορεί να είναι ιδιοπαθή (αγνώστου αιτιολογίας) ή να οφείλονται σε προηγούμενους ενδοσκοπικούς χειρισμούς, επαναλαμβανόμενα επεισόδια ουρηθρίτιδας ή ακόμη και στην ούρηση ενός λίθου ή την τοποθέτηση ενός ουροκαθετήρα για λίγες ημέρες. Μια ιδιαίτερη κατηγορία στενωμάτων αποτελούν τα στενώματα που έχουν προκληθεί στο πλαίσιο μιας κάκωσης ή ενός τραύματος στην πύελο (λεκάνη) αλλά και τα στενώματα μετά από προσπάθειες διόρθωσης ήδη υπαρχόντων στενωμάτων ή υποσπαδία.
Η θέση των στενωμάτων ποικίλει. Έτσι, ένα στένωμα μπορεί να αναπτυχθεί στο έξω στόμιο της ουρήθρας και να είναι εμφανές ή μπορεί να βρίσκεται σε οποιοδήποτε άλλο σημείο. Σε κάθε περίπτωση όμως, η συμπτωματολογία είναι μη ειδική, έως και απούσα. Το συχνότερο σύμπτωμα συνήθως είναι η αίσθηση ατελούς κένωσης της κύστης κατά την ούρηση και η ύπαρξη αρκετών σταγόνων ούρων μετά το τέλος της.
Λόγω της θέσης της ουρήθρας, η διάγνωση ενός στενώματος αρχικά βασίζεται στη λήψη του ιστορικού και την αξιολόγηση της συμπτωματολογίας. Η ακριβής διάγνωση βασίζεται στην ενδοσκόπηση, μέθοδο κατά την οποία αξιολογείται οπτικά ο αυλός της ουρήθρας, γρήγορα, εύκολα και ανώδυνα. Εάν η ουρηθροσκόπηση επιβεβαιώσει το σύμπτωμα, μία ειδική ακτινολογική εξέταση, η ουρηθρογραφία θα αναδείξει ακριβώς τη θέση, την έκταση και την απόστασή του από δομές όπως ο προστάτης και ο έξω σφιγκτήρας, αλλά και πιθανά επιπλέον στενώματα ή άλλες παθολογίες της ουρήθρας.
Συνήθως η αντιμετώπιση των στενωμάτων είναι ενδοσκοπική. Η φιλοσοφία της ενδοσκοπικής μεθόδου είναι να κοπεί η ουλή που συνιστά το στένωμα με χρήση κάποιας μορφής ενέργειας, ακόμη και laser, και στην ελπίδα να μην αναπτυχθεί ξανά ουλώδης ιστός στην περιοχή. Η επέμβαση αυτή είναι τεχνικά εύκολη, γρήγορα και άμεσα αποτελεσματική. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι συνήθως η διάγνωση σταματά στην ουρηθροσκόπηση και κατά την ενδοσκοπική αντιμετώπιση του στενώματος, η εικόνα όσο το στένωμα ανοίγει μπορεί να είναι πολύ πιο πολύπλοκη. Ακόμη, λόγω των υψηλών ποσοστών (έως και πάνω από 70%) υποτροπής των στενωμάτων και της επανεμφάνισης ουλώδους ιστού, πραγματοποιούνται επαναλαμβανόμενες προσπάθειες ενδοσκοπικής αντιμετώπισης που ουσιαστικά μετατρέπουν ένα απλό στένωμα σε πολύπλοκο, αλλά και διαστολές. Ιδιαίτερα οι τελευταίες, κατά τις οποίες χρησιμοποιούνται προοδευτικά μεγαλύτερου εύρους καθετήρες σε μια προσπάθεια παραβίασης της στενωτικής περιοχής, έχουν αποδειχθεί ιστορικά χωρίς ιδιαίτερη κλινική αξία ή αποτελεσματικότητα.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η ενδοσκοπική αντιμετώπιση ενός στενώματος, έχει θέση μόνο σε πρωτοεμφανιζόμενα, μικρά στενώματα, σε συγκεκριμένα σημεία της ουρήθρας. Οι συνθήκες αυτές προϋποθέτουν λοιπόν την πλήρη διάγνωση και χαρτογράφηση ενός στενώματος.
Ο χρυσός χειρουργικός κανόνας στην αντιμετώπιση των στενωμάτων είναι η ουρηθροπλαστική, χειρουργική επέμβαση με υψηλότατα ποσοστά επιτυχίας και αποτελεσματικότητα σταθερή στο πέρασμα του χρόνου. Φιλοσοφία της επέμβασης είναι η αποκοπή της πάσχουσας περιοχής και η επανένωση δύο υγιών άκρων ουρήθρας, ή η διεύρυνση του αυλού της ουρήθρας με χρήση κάποιου μοσχεύματος, συνήθως στοματικού βλεννογόνου. Αποτελεί μια επέμβαση ιδιαίτερα λεπτή και τεχνική και προϋποθέτει γνώση και εξοικείωση με την ανατομία της περιοχής και τις διαθέσιμες τεχνικές. Σκοπός της επέμβασης είναι η πλήρης αποκατάσταση της βατότητας της ουρήθρας, χωρίς περαιτέρω επεμβάσεις, χωρίς τον κίνδυνο υποτροπών, χωρίς την ανάγκη διαστολών ή άλλων παρεμβάσεων. Η επέμβαση είναι αποτελεσματική ακόμη και σε περιπτώσεις αποτυχίας άλλων μεθόδων, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου πάσχει όλος ο αυλός της ουρήθρας (πανουρηθρικά στενώματα). Η τομή πραγματοποιείται στο περίνεο (την περιοχή κάτω από τους όρχεις), ο ασθενής κινητοποιείται άμεσα, και απαιτεί νοσηλεία μίας ή δύο ημερών ανάλογα με το είδος της επέμβασης. Ο ασθενής εξέρχεται με καθετήρα για λίγες ημέρες και επιστρέφει στις δραστηριότητές του.
Παρά την αποτελεσματικότητα της ουρηθροπλαστικής, η διείσδυσή της είναι πολύ μικρή στην ουρολογική πρακτική. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι η έλλειψη εξοικείωσης με τις νέες μεθόδους, οι χρονικές και τεχνικές απαιτήσεις του χειρουργείου και η ελλιπής εκπαίδευση. Η σωστή ενημέρωση και η επιλογή της πλέον αποτελεσματικής και βιώσιμης λύσης, αποτελεί δικαίωμα κάθε ανθρώπου.